-
1 θαλπω
1) нагревать, разогревать(στέατος τροχόν Hom.; τόξον Hom.)
κασσίτερος θαλφθείς Hes. — нагретое олово;ἔτι ἁλίῳ θάλπεσθαι Pind. — греться еще на солнце, т.е. быть еще в живых2) греть, жечь, обжигатьχρόνον τοσοῦτον ἔς τε καῦμα ἔθαλπε Soph. — все время, пока не стал жечь зной;
ἥ ἁφέ ἀπὸ πυρὸς θαλπομένη Sext. — ощущение ожога от огня;θάλπεσθαι τοῦ θέρους Xen. — страдать от летней жары3) сушить(ἁλίῳ πέπλους Eur.; ῥάκη θάλπεται Soph.)
4) перен. воспламенять, разжигать(κέαρ τινὸς ἔρωτι θ. Aesch.)
ἱμέρου βέλει πρός τινος θάλπεσθαι Aesch. — возгораться страстью к кому-л.;ἐς τί βλέψασα θάλπει τῷδε πυρί ; Soph. — из-за чего ты вне себя от радости? (досл. на что глядя горишь ты этим огнем?)5) греть, лелеять(ἄλλον φίλον Theocr.; ἐκτρέφειν καὴ θ. τέν ἑαυτοῦ σάρκα NT.)
6) (sc. ἑαυτόν) гретьсяτρεῖς ποίας θάλψαι ὑπ΄ ἠελίῳ Anth. — прожить три лета
7) пламенеть, быть страстным(αἱ ψυχραὴ φύσεις θάλπουσιν Arst.)
8) (ср. русск. «нагреть») обманывать, надувать
См. также в других словарях:
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
Μακρυγιάννης — I (Γιάννης Τριαντάφυλλου ή Τριανταφυλλοδημήτρης, Αβορίτη Δωρίδας, Φωκίδα 1797 – Αθήνα 1864). Αγωνιστής του 1821, στρατηγός και πολιτικός. Ο συγγραφέας των απαράμιλλων για το ύφος τους Απομνημονευμάτων έλαβε το παρωνύμιο Μ., χάρη στο ψηλόλιγνο… … Dictionary of Greek